- σάλπιγγα
- Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το χρησιμοποιούσαν κυρίως ως στρατιωτικό όργανο και το ονόμαζαν χατσοτσερόθ. Οι Κινέζοι και οι Ινδοί, ως σ., χρησιμοποιούσαν αρχικά μεγάλα κοχύλια και, αργότερα, κατασκεύασαν πρωτόγονα οραχάλκινα όργανα, που έβγαζαν ήχο τραχύ. Στους αρχαίους Έλληνες ήταν γνωστή ως πολεμικό όργανο, το οποίο όμως χρησιμοποιούσαν και στους αγώνες και στις γιορτές της Κυβέλης. Λέγεται μάλιστα ότι ο Ηρόδωρος των Μεγάρων, νικητής 17 φορές σε αγώνες, κατάπληξε τους θεατές παίζοντας ταυτόχρονα δύο σ. Τέλος, το όργανο αυτό είχε μεγάλη σημασία για τους αρχαίους Ρωμαίους, που το χρησιμοποιούσαν στη μάχη για να δίνει το σύνθημα της εφόδου ή της υποχώρησης, στις παρελάσεις, στα γυμνάσια κλπ. Οι Ρωμαίοι σαλπιγκτές είχαν εξαιρετικά προνόμια και τους θεωρούσαν σπουδαίους κοινωνικούς παράγοντες. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα οι σ. εξακολούθησαν να υπάρχουν, τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γαλλία, που τις χρησιμοποιούσαν στους γάμους, στις βαφτίσεις και στις κηδείες των βασιλιάδων καθώς και στις γιορτές και τα πανηγύρια.
Από την αρχαία σ. με αναδίπλωση του σωλήνα σε δύο παράλληλες σπείρες, σχηματίστηκε το 16o αι. ο τύπος της σημερινής σ. με προ-στομίδα και κινητό τμήμα σωλήνα. Για την αλλαγή της τονικότητας της σ. χρησιμοποιήθηκαν πρόσθετοι σωλήνες, ανταλλακτικές δηλαδή σπείρες σε ορισμένους τόνους, με αποτέλεσμα ο σαλπιγκτής να μπορεί να παίζει σε όλους σχεδόν τους τόνους. Από τότε το όργανο αυτό βελτιώθηκε αρκετά και θεωρείται απαραίτητο για την εκτέλεση έργων, κυρίως των μουσουργών Μπαχ και Χαίντελ. Σήμερα χρησιμοποιείται αποκλειστικά σχεδόν ως μουσικό όργανο, αν και όχι σπάνια χρησιμοποιείται και από τους στρατούς πολλών κρατών.
Ιρακινός σαλπιγκτής στη διάρκεια εορτής στη Βαγδάτη (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η / σάλπιγξ, -ιγγος, ΝΜΑπνευστό μουσικό όργανο, κατασκευασμένο από μέταλλο, το οποίο παράγει ήχο καθαρό και διαπεραστικό με τη δόνηση τών χειλιών πάνω σε ένα κυπελλόσχημο επιστόμιο και χρησιμοποιείται σήμερα, κυρίως στο στρατό, για την μετάδοση τών παραγγελμάτωννεοελλ.1. (παλαιότερα) εξάρτημα αυτοκινήτου, κλάξον, κόρνα2. ανατ. ονομασία που δίνεται σε βραχείς και ευρείς αγωγούς (α. «ευσταχιανή σάλπιγγα» — βλ. ευσταχιανόςβ. «φαλλόπειος σάλπιγγα» — βλ. φαλλόπειος)μσν.-αρχ.φρ. α) «σάλπιγξ Χριστοῡ»μτφ. το ευαγγέλιοβ) «ἡ μεγάλη τοῡ πνεύματος σάλπιγξ» — προσωνυμία τού αποστόλου Παύλουγ) «ἡ τοῡ εὐαγγελικοῡ κηρύγματος σάλπιγξ» — προσωνυμία τού Βαρνάβααρχ.1. το σάλπισμα2. είδος πτηνού με φωνή παραπλήσια προς τον ήχο τής σάλπιγγας, ο ορχίλος*3. ένας κομήτης4. προσωνυμία τής Αθηνάς στο Άργος ως εφευρέτιδας τής σάλπιγγας5. φρ. α) «σάλπιγξ ἡ ἱερά» — σάλπιγγα χρησιμοποιούμενη για ιερούς σκοπούςβ) «Πιερικὰ σάλπιγξ»μτφ. προσωνυμία τού Πινδάρουγ) «Παιανέων σάλπιγξ»μτφ. προσωνυμία τού Δημοσθένουςδ) «οὐρανίη σάλπιγξ» — η βροντήε) «Τυρσηνικὴ σάλπιγξ» — σάλπιγγα με πολύ οξύ, διαπεραστικό ήχοστ) «σάλπιγξ θαλασσία» — το ψάρι σάλπη.[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός όρος, άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -ιγξ, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. μουσικών οργάνων (πρβλ. σύρ-ιγξ, φόρμ-ιγξ). Κατά μία άποψη, πρόκειται για λ. τού μεσογειακού γλωσσικού υποστρώματος, ενώ, κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λιθουαν. švilpti «σφυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.